παιδαγωγικοῦ

παιδαγωγικοῦ
παιδαγωγικός
suitable to a teacher
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αιγαίου, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Έχει πλήρη αυτοδιοίκηση, εποπτεύεται από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) και ενισχύεται οικονομικά από… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Πετροπαβλόφσκ — Oνομασία 2 πόλεων. 1. Πόλη της Δημοκρατίας του Καζαχστάν (241.000 κάτ.), πρωτεύουσα της περιοχής Σεβερο Καζαχστάν. Έχει αναπτυγμένη βιομηχανία τροφίμων, μικρών κινητήρων και αξιόλογες επιχειρήσεις υφαντουργίας. Είναι έδρα παιδαγωγικού ινστιτούτου …   Dictionary of Greek

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

  • Αλαχιώτης, Σταμάτης — (Ασφενδιού, Κως 1944 –).Βιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε, με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του ΑΠΘ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1969. Διορίστηκε το 1972 βοηθός στο εργαστήριο… …   Dictionary of Greek

  • Γιαννόπουλος, Θεόδωρος — (Γλανιτζιά Μυγδαλιά Αρκαδίας 1912 – 1990). Εκπαιδευτικός, συγγραφέας και λογοτέχνης. Σπούδασε παιδαγωγικά στο Διδασκαλείο Τρίπολης (Παιδαγωγική Ακαδημία) και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος και επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης …   Dictionary of Greek

  • Κακριδής Ιωάννης — (Αθήνα 1901 – 1992). Φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βιέννης, του Βερολίνου και της Λειψίας και το 1924 αναγορεύθηκε διδάκτορας. Διετέλεσε υφηγητής στο Αριστοτέλειο… …   Dictionary of Greek

  • Καλλονάς, Γαβριήλ — (Άνδρος 1724 – Ντιέντες, Ουγγαρία 1795). Λόγιος κληρικός. Φοίτησε σε σχολείο της Σμύρνης και σπούδασε στην Αθωνιάδα σχολή. Χρημάτισε διαδοχικά γραμματέας του συγγενή του πατριάρχη Αλεξανδρείας, Ματθαίου, δάσκαλος σε φαναριώτικες οικογένειες της… …   Dictionary of Greek

  • Κανάκης, Νίκος — (Τσιτάλια Αρκαδίας 1927 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη Μαράσλειο παιδαγωγική ακαδημία και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δάσκαλος σε δημόσια σχολεία και στη συνέχεια ως επιθεωρητής δημοτικής… …   Dictionary of Greek

  • Κασσωτάκης, Μιχάλης — (Άγιος Κωνσταντίνος Λασιθίου Κρήτης 1946 –). Πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στις επιστήμες της αγωγής σε πανεπιστήμια της Γαλλίας (Σορβόνη κ.ά.). Σταδιοδρόμησε αρχικά ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”